-
1 ἀπτήν
-
2 μάσταξ
A that with which one chews, mouth, jaws, ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε he stopped his mouth with his hands, Od.4.287; με.. ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν seizing me by the mouth, 23.76, cf. Alcm.144; l. c.;μάστακι ποππύζων AP5.284.6
(Agath.), cf. 293.16 (Id.).2 v. μύσταξ.II = μάσημα, mouthful, morsel,ὡς δ' ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακ', ἐπεί κε λάβῃσι Il.9.324
, cf. Eust.753.62;μάστακα δοῖσα τέκνοισιν Theoc.14.39
; of the olive, Call.Iamb.1.271; others expl. in Il. l. c. as dat. μάστακι in its beak, Apollon.Lex. s.v. μάσταξ, Plu.2.494d.
См. также в других словарях:
μάσταξ — μάσταξ, ακος, ἡ (Α) 1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.) 2. μουστάκι 3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακ , ἐπεί… … Dictionary of Greek